φαινυλοθειουρία

φαινυλοθειουρία
η, Ν
χημ. άλλη ονομασία τού φαινυλοθειοκαρβαμιδίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. phenylthiouria].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • φαινυλοθειοκαρβαμίδιο — το, Ν 1. χημ. κρυσταλλική ένωση που είτε έχει πικρή γεύση είτε είναι άγευστη ανάλογα με τη γενετική σύσταση τού δοκιμαστή και η οποία χρησιμοποιείται σε μελέτες γενετικής τού ανθρώπου, αλλ. φαινυλοθειουρία 2. φρ. «δοκιμασία γεύσης… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”